- παρμάκι
- το(λ. τουρκ.)1. ξύλινη ακτίνα τροχού του αμαξιού: Κάθε τροχός του αμαξιού έχει δώδεκα παρμάκια.2. μτφ., βούρδουλας, ξυλοκόπημα: Μου φαίνεται σου χρειάζεται παρμάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.